Greek Meaning of blackening
μαύρισμα
Other Greek words related to μαύρισμα
- κριτική
- δυσφήμηση
- δυσφήμηση
- συκοφαντία
- δυσφήμηση
- δυσφήμιση
- συκοφαντία
- Κακοποίηση
- συκοφαντία
- Συκοφαντία
- μομφή
- συκοφαντία
- περιφρόνηση
- κακία
- Δυσφήμιση
- Λάσπη
- συκοφαντία
- Μουντζούρα
- μετάφραση
- δυσφήμηση
- συκοφαντία
- συκοφαντικός
- συκοφαντία
- Συκοφαντία
- υποτίμηση
- καταγγελία
- συκοφαντία
- Περιφρόνηση
- απαξίωση
- Δουλειά με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια
- υπαινιγμός
- ύβρις
- κακεντρέχεια
- κακία
- κακοήθεια
- κακοήθεια
- κακία
- κοπριά
- περιφρόνηση
- Κακία
- κακία
- σπλήνας
- Φαρμάκι
- κακία
- Βρισιά
- υποτίμηση
Nearest Words of blackening
- black-eyed pea => Μαυρομάτικο φασόλι
- black-eyed susan => Ρουδβέκια
- blackface => blackface
- black-faced => Μαυρόστηθος
- blackfeet => Blackfeet
- blackfish => όρκα
- blackfly => μαύρη μύγα
- blackfoot => μαύρος πόδας
- black-footed albatross => Μαυροπόδαρος αλμπατρόσος
- black-footed ferret => μαυροπόδαρος μουστελίδης
Definitions and Meaning of blackening in English
blackening (n)
changing to a darker color
blackening (p. pr. & vb. n.)
of Blacken
FAQs About the word blackening
μαύρισμα
changing to a darker colorof Blacken
κριτική,δυσφήμηση,δυσφήμηση,συκοφαντία,δυσφήμηση,δυσφήμιση,συκοφαντία,Κακοποίηση,συκοφαντία,Συκοφαντία
εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτήματα,επαίνους,εκτίμηση,τιμή,Έπαινος,σεβασμός,τιμή,λατρεία,κολακεία
blackener => μελανίζων, blackened => μαυρισμένος, blacken out => λιποθυμώ, blacken => μαύρισμα, blacked => μελαμψός,