Greek Meaning of vilifying

συκοφαντία

Other Greek words related to συκοφαντία

Definitions and Meaning of vilifying in English

Webster

vilifying (p. pr. & vb. n.)

of Vilify

FAQs About the word vilifying

συκοφαντία

of Vilify

δυσφήμηση,δυσφήμηση,συκοφαντία,δυσφήμηση,δυσφήμιση,συκοφαντία,δυσφήμηση,Κακοποίηση,μαύρισμα,συκοφαντία

χειροκροτήματα,επαίνους,Έπαινος,σεβασμός,εκδήλωση θαυμασμού,εκτίμηση,κολακεία,τιμή,Λατρεία,τιμή

vilify => συκοφαντώ, vilifier => δυσφημιστής, συκοφάντης, vilified => συκοφαντημένος, vilification => δυσφήμηση, vilfredo pareto => Βιλφρέδο Παρέτο,