Greek Meaning of hatchet job

Δουλειά με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια

Other Greek words related to Δουλειά με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια

Definitions and Meaning of hatchet job in English

Wordnet

hatchet job (n)

a false accusation of an offense or a malicious misrepresentation of someone's words or actions

FAQs About the word hatchet job

Δουλειά με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια

a false accusation of an offense or a malicious misrepresentation of someone's words or actions

Κακοποίηση,μομφή,περιφρόνηση,κριτική,καταγγελία,Περιφρόνηση,ύβρις,περιφρόνηση,Συκοφαντία,υποτίμηση

εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτήματα,επαίνους,εκτίμηση,τιμή,Έπαινος,σεβασμός,τιμή,κολακεία,Λατρεία

hatchet => τσεκούρι, hatchelling => χτένισμα (του μαλλιού), hatchelled => χτενισμένος, hatcheling => νεοσσός, hatcheler => ξυλοκόπος,