Greek Meaning of maliciousness

κακία

Other Greek words related to κακία

Definitions and Meaning of maliciousness in English

Wordnet

maliciousness (n)

feeling a need to see others suffer

FAQs About the word maliciousness

κακία

feeling a need to see others suffer

κακία,Φαρμάκι,πικρία,περιφρόνηση,Ωμότητα,αηδία,Εχθρότητα,ζηλοτυπία,κακεντρέχεια,Κακοήθεια

φιλικότητα,φιλία,Ευγένεια,εγκάρδιος,αφοσίωση,φιλικότητα,φιλοξενία,αγάπη,πάθος,λατρεία

maliciously => κακεντρεχώς, malicious mischief => Δολιοφθορά, malicious gossip => κακοήθης κουτσομπολιό, malicious => κακόβουλος, malicho => μικρός άτακτος,