Greek Meaning of vindictiveness

εκδικητικότητα

Other Greek words related to εκδικητικότητα

Definitions and Meaning of vindictiveness in English

Wordnet

vindictiveness (n)

a malevolent desire for revenge

FAQs About the word vindictiveness

εκδικητικότητα

a malevolent desire for revenge

αποξένωση,δυσαρέσκεια,αηδία,λοιμογόνος,βιτριόλι,εχθρότητα,Άνιμους,ανταγωνισμός,Αντιπάθεια,Βεντέτα

φιλικότητα,φιλία,Ευγένεια,εγκάρδιος,φιλικότητα,φιλοξενία,γειτονία,συμπάθεια,φιλικότητα,ευγένεια

vindictively => Τιμωρητικά, vindictive => εκδικητικός, vindicatory => εκδικητικός, vindicative => εκδικητικός, vindication => δικαίωση,