Greek Meaning of vindicable
εκδικητικός
Other Greek words related to εκδικητικός
Nearest Words of vindicable
Definitions and Meaning of vindicable in English
vindicable (a.)
Capable of being vindicated.
FAQs About the word vindicable
εκδικητικός
Capable of being vindicated.
δικαιολογημένος,υποτιθέμενος,υποθετικός,πιστοποιήσιμο,αμυντικός,Τεκμηριωμένο,μαντεμένο,υποτιθέμενος,ύποπτος,εγγυημένος
αβάσταχτος,αποδεικτο,ανυπόφορο,μη βιώσιμος,Ανεπιβεβαίωτο,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,Απόδειξη,ανατρέψιμος,αναπόδεικτος
vindemiation => τρύγος, vindemiate => τρύγος, vindemial => τρύγος, vinculums => παρενθέσεις, vinculum => Σύμβολο σύνδεσης,