Greek Meaning of indemonstrable
Απόδειξη
Other Greek words related to Απόδειξη
Nearest Words of indemonstrable
Definitions and Meaning of indemonstrable in English
indemonstrable (a.)
Incapable of being demonstrated.
FAQs About the word indemonstrable
Απόδειξη
Incapable of being demonstrated.
αποδεικτο,ανυπόφορο,μη βιώσιμος,Ανεπιβεβαίωτο,αναπόδεικτος,αβάσταχτος,ανατρέψιμος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος
ελέγξιμος,επιβεβαιώσιμο,επιδεικτικός,εμπειρικός,εμπειρικός,αποδείξιμος,υποφερτός, υποστηρικτός,βιώσιμος,Επαληθεύσιμος,πιστοποιήσιμο
indemonstrability => Αδυναμία απόδειξης, indemnity => αποζημίωση, indemnities => αποζημιώσεις, indemnifying => αποζημιώνοντας, indemnify => αποζημιώνω,