Greek Meaning of indemnifying
αποζημιώνοντας
Other Greek words related to αποζημιώνοντας
Nearest Words of indemnifying
Definitions and Meaning of indemnifying in English
indemnifying (p. pr. & vb. n.)
of Indemnify
FAQs About the word indemnifying
αποζημιώνοντας
of Indemnify
αντιστάθμιση,αποζημίωση,πληρωμή,ανάκτηση,επιστροφή χρημάτων,αμοιβή,ικανοποιητικό,αποζημίωση,διόρθωση,επανορθωτικό
No antonyms found.
indemnify => αποζημιώνω, indemnified => αποζημιωμένο, indemnification => Αποζημίωση, indelicate => άσεμνος, indelicacy => αναλήθεια,