Greek Meaning of certifiable
πιστοποιήσιμο
Other Greek words related to πιστοποιήσιμο
- αυθεντικός
- πιστοποιημένο
- γνήσιος
- ειλικρινής
- πραγματικός
- αδιαμφισβήτητος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- πραγματικός
- καλή τη πίστει
- Εχτ
- ιστορικός
- αναγνωρίσιμος
- νόμιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- πρωτότυπο
- πούκα
- τέλειος
- καθαρός
- δεξιά
- σίγουρα
- Επαληθεύσιμος
- πολύ
- γνήσιος
- στ' αλήθεια
- ακριβής
- Σωστό
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- κατάλληλος
- αποδεδειγμένο
- αναγνωρίσιμος
- ατόφιος
- απαύστως
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- επικυρωμένος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of certifiable
- certificate => πιστοποιητικό
- certificate of deposit => Πιστοποιητικό κατάθεσης
- certificate of incorporation => Πιστοποιητικό Σύστασης / Ιδρύσεως
- certificate of indebtedness => πιστοποιητικό οφειλής
- certificated => πιστοποιημένο
- certificating => βεβαιωτικό
- certification => Πιστοποίηση
- certificatory => πιστοποιητικό
- certified => πιστοποιημένο
- certified check => Πιστοποιημένη επιταγή
Definitions and Meaning of certifiable in English
certifiable (s)
fit to be certified as insane (and treated accordingly)
capable of being guaranteed or certified
FAQs About the word certifiable
πιστοποιήσιμο
fit to be certified as insane (and treated accordingly), capable of being guaranteed or certified
αυθεντικός,πιστοποιημένο,γνήσιος,ειλικρινής,πραγματικός,αδιαμφισβήτητος,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,πραγματικός,καλή τη πίστει,Εχτ
τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-,απάτη
certhiidae => Δενδροτρήχες, certhia familiaris => Δεντροτσοπανάκος, certhia americana => Αμερικανική δρυοκολάπτης, certhia => δρυοκολάπτης, certes => βέβαια,