Greek Meaning of concocted

επινοημένη

Other Greek words related to επινοημένη

Definitions and Meaning of concocted in English

concocted

to prepare by combining various ingredients, devise, fabricate, to prepare by combining raw materials, to think up

FAQs About the word concocted

επινοημένη

to prepare by combining various ingredients, devise, fabricate, to prepare by combining raw materials, to think up

υποθετικός,αυτόματος,ψεύτικος,κονσέρβα,προσχηματικός,επινοημένος,προσποιημένος,εξαναγκαστικός,κοπιαστικός,κατασκευασμένος

ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,αυθόρμητος,ανεπηρέαστος

conclusions => συμπεράσματα, concludes => καταλήγει, conclaves => κονκλάβια, concinnity => αρμονία, conciliators => διαμεσολαβητές,