Greek Meaning of unprompted

αυθόρμητο

Other Greek words related to αυθόρμητο

Definitions and Meaning of unprompted in English

Wordnet

unprompted (s)

proceeding from natural feeling or impulse without external stimulus

FAQs About the word unprompted

αυθόρμητο

proceeding from natural feeling or impulse without external stimulus

αυτόματος,ενστικτώδης,αυθόρμητος,τυχαίο,παρορμητικός,ακούσιος,Αναίσθητος,απρογραμμάτιστος,μη προμελετημένο,εξαναγκασμένος

συνειδητός,εσκεμμένος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,σκόπιμος,μη αναγκαστικός,αυθόρμητο,εθελοντικός,εσκεμμένος

unpromising => μη ελπιδοφόρος, unpromised => μη υποσχεμένο, unpromise => να σπάσει μια υπόσχεση, unprogressive => μη προοδευτικό, unprofited => ασύμφορος,