Greek Meaning of spontaneous

αυθόρμητος

Other Greek words related to αυθόρμητος

Definitions and Meaning of spontaneous in English

Wordnet

spontaneous (a)

happening or arising without apparent external cause

Wordnet

spontaneous (s)

said or done without having been planned or written in advance

FAQs About the word spontaneous

αυθόρμητος

happening or arising without apparent external cause, said or done without having been planned or written in advance

αυτόματος,ενστικτώδης,μηχανικός,μηχανικό,αντανακλαστικό,ρομποτικός,απλός,ξαφνικά,ξαφνικός,ανεπίσημος

υπολογισμένος,προσεκτικός,συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προετοιμασμένος,εκλεπτυσμένος,προβλεπόμενος,εθελοντικός

spontaneity => Σποντανεϊκότητα, sponsorship => χορηγία, sponsor => χορηγός, spongy => σπογγώδης, spongioblastoma => σπογγιοβλάστωμα,