Greek Meaning of pavlovian
παβλοβιανός
Other Greek words related to παβλοβιανός
Nearest Words of pavlovian
Definitions and Meaning of pavlovian in English
pavlovian (a)
of or relating to Ivan Pavlov or his experiments
FAQs About the word pavlovian
παβλοβιανός
of or relating to Ivan Pavlov or his experiments
αυτόματος,εξαρτημένος από κάποιον όρο,ενστικτώδης,ενστικτώδης,μηχανικό,αντιδραστικός,αντανακλαστικό,απλός,υποσυνείδητο,υποσυνείδητος
ενήμερος,συνειδητός,οριστικός,σαφής,εκφράζω,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,διακριτός,παρατηρήσιμος,αντιληπτό
pavlova => παβλόβα, pavlov => Παβλόφ, pavisor => Παβέζα, pavise => παβέζας, pavis => Παβίς,