Greek Meaning of discernable

διακριτός

Other Greek words related to διακριτός

Definitions and Meaning of discernable in English

Wordnet

discernable (a)

perceptible by the senses or intellect

FAQs About the word discernable

διακριτός

perceptible by the senses or intellect

διακριτός,αισθητός,αντιληπτό,φαινομενικός,αισθητός,Ανιχνεύσιμο,διακριτός,αναγνωρίσιμος,προφανής,απτός

ανεπαίσθητος,ασαφής,αδιαφοροποίητα,άυλος,αόρατος,ελαφρύ,ανιχνεύσιμος,Αδύναμος,κρυμμένος,άυλος

discernability => διακριτικότητα, discern => διακρίνω, disceptator => αντίπαλος, disceptation => συζήτηση, discept => διαφωνώ,