Greek Meaning of discerningly
διακριτικά
Other Greek words related to διακριτικά
- διορατικός
- συνετός
- σοφός
- οξύς
- εξαιρετικό
- Έξυπνος
- διαχωριστικός
- έμπειρος
- έξυπνος
- απότομος
- διεισδυτικός
- οξυδερκής
- διορατικός
- σοφός
- Σοφός
- επιστημονικός
- έξυπνος
- στοχαστικός
- οξυδερκής
- έξυπνος
- φωτεινό
- εγκεφαλικός
- στοχαστικός
- διακριτικός
- Ευρυμαθής
- με γνώσεις
- μαθημένος
- εγγράμματος
- εύστροφος
- διορατικός
- οξυδερκής
- τρύπημα
- γρήγορος
- γρήγορος
- ανακλαστικός
- κοφτερός
- πονηρός
Nearest Words of discerningly
Definitions and Meaning of discerningly in English
discerningly (adv.)
In a discerning manner; with judgment; judiciously; acutely.
FAQs About the word discerningly
διακριτικά
In a discerning manner; with judgment; judiciously; acutely.
διορατικός,συνετός,σοφός,οξύς,εξαιρετικό,Έξυπνος,διαχωριστικός,έμπειρος,έξυπνος,απότομος
πυκνό,βαρετό,αμβλύ,μύωψ,απλός,απρόσεκτος,ανεπαίσθητος,ανόητος,ανόητος,αργός
discerning => διακριτικός, discernibly => με διάκριση, discernibleness => σαφήνεια, discernible => διακριτός, discerner => διακριτής,