Greek Meaning of undiscriminating
αδιάκριτος
Other Greek words related to αδιάκριτος
Nearest Words of undiscriminating
Definitions and Meaning of undiscriminating in English
undiscriminating (a)
not discriminating
FAQs About the word undiscriminating
αδιάκριτος
not discriminating
Αρκετός,φιλανθρωπικός,τυχαίος,διασκορπισμένο,ακρτικός,ασκόπως,αποσπασματικός,ασταθής,τυχαίος,αδιαφορία
διακριτικός,διαχωριστικός,απαιτητικός,συνετός,ιδιαίτερο,κακόβουλος,κριτική,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος
undiscreet => αδιάκριτος, undiscovered => Ανακάλυπτος, undiscoverable => Ανευρετη, undiscouraged => ακάμφτος, undisclosed => Αποκάλυπτο,