Greek Meaning of judgmental
επικριτικός
Other Greek words related to επικριτικός
- κριτική
- υπερκριτικός
- υπερβολικά επικριτικός
- κακόβουλος
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- απαιτητικός
- διαχωριστικός
- εντοπισμός σφάλματος
- αμείλικτος
- ιδιαίτερο
- απορριπτικός
- διακριτικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- σκληρός
- συνετός
- τσιγκούνης
- μικροπρεπής
- επιλεκτικός
- καβγάς
- αναίσθητος
- αμείλικτος
Nearest Words of judgmental
- judgment on the pleadings => Απόφαση επί της αγωγής
- judgment on the merits => Απόφαση αξίας
- judgment of dismissal => απόφαση απόλυσης
- judgment of conviction => Καταδικαστική απόφαση
- judgment lien => Δικαστική ενέχυρο
- judgment in rem => Δίκη αντικειμένου
- judgment in personam => Απόφαση κατά προσώπου
- judgment day => ημέρα της κρίσεως
- judgment by default => Δικαστική απόφαση ερήμην του εναγομένου
- judgment => κρίση
- judicable => κρίσιμος
- judicative => δικαστικός
- judicatory => Δικαστικό όργανο
- judicature => Δικαστικό σύστημα
- judicial => Δικαστικός
- judicial activism => Δικαστικός ακτιβισμός
- judicial admission => δικαστική ομολογία
- judicial branch => δικαστική εξουσία
- judicial decision => δικαστική απόφαση
- judicial doctrine => νομολογία
Definitions and Meaning of judgmental in English
judgmental (a)
depending on judgment
FAQs About the word judgmental
επικριτικός
depending on judgment
κριτική,υπερκριτικός,υπερβολικά επικριτικός,κακόβουλος,επικριτικός,κουβέντα,λογομαχώ,απαιτητικός,διαχωριστικός,εντοπισμός σφάλματος
ακρτικός,φιλανθρωπικός,συγχωρητικός,ανεπιτήδευτο,αδιάκριτος,ανέμελος
judgment on the pleadings => Απόφαση επί της αγωγής, judgment on the merits => Απόφαση αξίας, judgment of dismissal => απόφαση απόλυσης, judgment of conviction => Καταδικαστική απόφαση, judgment lien => Δικαστική ενέχυρο,