Greek Meaning of finical
επιτηδευμένος
Other Greek words related to επιτηδευμένος
- προσεκτικός
- απαιτητικός
- εκλεκτικός
- χαριτωμένος
- λεπτός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- δύσκολος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- σχολαστικός
- ωραίο
- ιδιαίτερο
- σχολαστικός
- ψιλολόγος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- κακόβουλος
- κριτική
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- υπερκριτικός
- διορατικός
- με γνώσεις
- γεροντοκόρη
- υπερβολικά επικριτικός
- σχολαστικός
- συνειδητός
- γκρινιάρης
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- εντοπισμός σφάλματος
- επιμελής
- δύστροπος
- πείσμων
- ακανθώδης
- σφιγμένος
- άκαμπτος
- ναυτία
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- υπερβολικά σχολαστικός
- Απαιτητικός
- ναυτία
- Υπερβολικά γρήγορα
Nearest Words of finical
Definitions and Meaning of finical in English
finical (s)
exacting especially about details
finical (a.)
Affectedly fine; overnice; unduly particular; fastidious.
FAQs About the word finical
επιτηδευμένος
exacting especially about detailsAffectedly fine; overnice; unduly particular; fastidious.
προσεκτικός,απαιτητικός,εκλεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,δύσκολος,επιλεκτικός
Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός
finial => ακρωτήριο, fingrigos => φινγκρίγκο, fingrigo => Φινγρίγο, fingle-fangle => φινγκελ φανγκελ, fingertip => Άκρες των δακτύλων,