Greek Meaning of finical

επιτηδευμένος

Other Greek words related to επιτηδευμένος

Definitions and Meaning of finical in English

Wordnet

finical (s)

exacting especially about details

Webster

finical (a.)

Affectedly fine; overnice; unduly particular; fastidious.

FAQs About the word finical

επιτηδευμένος

exacting especially about detailsAffectedly fine; overnice; unduly particular; fastidious.

προσεκτικός,απαιτητικός,εκλεκτικός,χαριτωμένος,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,δύσκολος,επιλεκτικός

Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,επιεικής,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός

finial => ακρωτήριο, fingrigos => φινγκρίγκο, fingrigo => Φινγρίγο, fingle-fangle => φινγκελ φανγκελ, fingertip => Άκρες των δακτύλων,