Greek Meaning of fingerspelling
δακτυλολογία
Other Greek words related to δακτυλολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fingerspelling
- finger-spell => δακτυλογραφία
- fingerspell => Δακτυλολογία
- finger's breadth => Δάχτυλο
- finger-root => ριζάρι
- fingerroot => Κουρκουμάς
- finger-roll => Φινγκερ-ρολ
- fingerprinting => δακτυλικό αποτύπωμα
- fingerprint specialist => ειδικός στα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprint man => ο ανθρωπος με τα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprint expert => Ειδικός σε αποτυπώματα δακτύλων
Definitions and Meaning of fingerspelling in English
fingerspelling (n)
an alphabet of manual signs
FAQs About the word fingerspelling
δακτυλολογία
an alphabet of manual signs
No synonyms found.
No antonyms found.
finger-spell => δακτυλογραφία, fingerspell => Δακτυλολογία, finger's breadth => Δάχτυλο, finger-root => ριζάρι, fingerroot => Κουρκουμάς,