Greek Meaning of fingerprinting
δακτυλικό αποτύπωμα
Other Greek words related to δακτυλικό αποτύπωμα
- χαρακτηριστικό
- απόδοση
- χαρακτηριστικός
- χαρακτηριστικό
- ποιότητα
- χαρακτηριστικό
- αγάπη
- σήμα
- Χαρακτήρας
- Κριτήριο
- διαγνωστικός
- χαρακτηριστικό
- Ένδειξη
- Σήμα
- δείκτης
- σημείωση
- Ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- σημείο
- ιδιοκτησία
- Σημάδι
- συγκεκριμένος
- Γραμματόσημο
- σύμβολο
- αγγίζω
- γοητεία
- διαφοροποίηση
- Εκκεντρικότητα
- έμβλημα
- αριστεία
- χάρις
- Ιδιοσυγκρασία
- ατομικότητα
- αξία
- ιδιοτροπία
- μοναδικότητα
- διακριτικό
- μοναδικότητα
- αρετή
Nearest Words of fingerprinting
- fingerprint specialist => ειδικός στα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprint man => ο ανθρωπος με τα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprint expert => Ειδικός σε αποτυπώματα δακτύλων
- fingerprint => δακτυλικό αποτύπωμα
- fingerpost => Δείκτης
- finger-pointing => δακτυλοδειξία
- fingerpointing => Δακτυλοδεικτολόγηση
- finger-painting => Ζωγραφική με δάχτυλα
- finger-paint => Ζωγραφική με δάχτυλα
- fingerpaint => Ζωγραφική με δάχτυλα
Definitions and Meaning of fingerprinting in English
fingerprinting (n)
the procedure of taking inked impressions of a person's fingerprints for the purpose of identification
FAQs About the word fingerprinting
δακτυλικό αποτύπωμα
the procedure of taking inked impressions of a person's fingerprints for the purpose of identification
χαρακτηριστικό,απόδοση,χαρακτηριστικός,χαρακτηριστικό,ποιότητα,χαρακτηριστικό,αγάπη,σήμα,Χαρακτήρας,Κριτήριο
No antonyms found.
fingerprint specialist => ειδικός στα δακτυλικά αποτυπώματα, fingerprint man => ο ανθρωπος με τα δακτυλικά αποτυπώματα, fingerprint expert => Ειδικός σε αποτυπώματα δακτύλων, fingerprint => δακτυλικό αποτύπωμα, fingerpost => Δείκτης,