Greek Meaning of fingerpointing
Δακτυλοδεικτολόγηση
Other Greek words related to Δακτυλοδεικτολόγηση
Nearest Words of fingerpointing
- finger-pointing => δακτυλοδειξία
- fingerpost => Δείκτης
- fingerprint => δακτυλικό αποτύπωμα
- fingerprint expert => Ειδικός σε αποτυπώματα δακτύλων
- fingerprint man => ο ανθρωπος με τα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprint specialist => ειδικός στα δακτυλικά αποτυπώματα
- fingerprinting => δακτυλικό αποτύπωμα
- finger-roll => Φινγκερ-ρολ
- fingerroot => Κουρκουμάς
- finger-root => ριζάρι
Definitions and Meaning of fingerpointing in English
fingerpointing (n)
the imputation of blame
FAQs About the word fingerpointing
Δακτυλοδεικτολόγηση
the imputation of blame
κατηγορία,ενοχή,μομφή,καταδίκη,ενοχή,συνενοχή,ενοχή,καταγγελία,μετανόηση,Μετάνοια
αθωότητα,αθωότητα,ἀναμάρτητος,αθωότητα
finger-painting => Ζωγραφική με δάχτυλα, finger-paint => Ζωγραφική με δάχτυλα, fingerpaint => Ζωγραφική με δάχτυλα, fingernail => νύχι, fingermark => Δακτυλικό αποτύπωμα,