Greek Meaning of fingerpointing

Δακτυλοδεικτολόγηση

Other Greek words related to Δακτυλοδεικτολόγηση

Definitions and Meaning of fingerpointing in English

Wordnet

fingerpointing (n)

the imputation of blame

FAQs About the word fingerpointing

Δακτυλοδεικτολόγηση

the imputation of blame

κατηγορία,ενοχή,μομφή,καταδίκη,ενοχή,συνενοχή,ενοχή,καταγγελία,μετανόηση,Μετάνοια

αθωότητα,αθωότητα,ἀναμάρτητος,αθωότητα

finger-painting => Ζωγραφική με δάχτυλα, finger-paint => Ζωγραφική με δάχτυλα, fingerpaint => Ζωγραφική με δάχτυλα, fingernail => νύχι, fingermark => Δακτυλικό αποτύπωμα,