Greek Meaning of onus

βάρος απόδειξης

Other Greek words related to βάρος απόδειξης

Definitions and Meaning of onus in English

Wordnet

onus (n)

an onerous or difficult concern

Webster

onus (n.)

A burden; an obligation.

FAQs About the word onus

βάρος απόδειξης

an onerous or difficult concernA burden; an obligation.

Κηλίδα,ενοχή,ντροπή,κηλίδα,στίγμα,κηλίδα,μάρκα,δυσφήμηση,ατίμωση,κακή φήμη

βραβείο,πίστωση,τιμή,σεμνότητα,αγνότητα,δεξιά,αγνότητα,καλός,καλοσύνη,ειλικρίνεια

ontology => Οντολογία, ontologist => Οντολόγος, ontologically => οντολογικά, ontological => οντολογικός, ontologic => οντολογικός,