Greek Meaning of vice
αντιπρόεδρος
Other Greek words related to αντιπρόεδρος
- διαφθορά
- κακός
- κακία
- Ανηθικότητα
- ακολασία
- Αμαρτία
- αμαρτωλότητα
- κακός
- Κακία
- διαφθορά
- εγκληματικότητα
- Διαφθορά
- άρρωστος
- αδικία
- Λιμπερτινισμός
- ακολασία
- σπατάλη
- Κακία
- Κακία
- βδέλυγμα
- ανάθεμα
- Ευτέλεια
- εξευτελισμός
- εκφυλισμός
- εκφυλισμός
- διαφθορά
- διαβολία
- διαβολιά
- βρωμιά
- ακολασία
- διάλυση
- Κακία
- Φρικαλεότητα
- ασέλγεια
- ακολασία
- ασέλγεια
- χαλαρότητα
- φθειρίαση
- ταπεινότητα
- κακία
- Εκτροπή
- Ταμπού
- Ταμπού
- Αδίστακτος
- κακία
- Τρομερότητα
- Κακία
- ασέλγεια
- κακία
- δυστυχία
- λάθος
- διαβολικότητα
- αδικία
Nearest Words of vice
- viccinium myrtillus => Μύρτιλλο
- viccinium membranaceum => Βaccinium myrtillus
- vicary => βικάριος
- vicarship => εφημερία
- vicariously => εμμέσως
- vicarious => έμμεσος
- vicariate => Επισκοπική περιφέρεια
- vicarian => εναλλακτικός
- vicarial => δι α αντιπροσώπου
- vicar-general => Γενικός αρχιερατικός επίτροπος
- vice admiral => Αντιναύαρχος
- vice chairman => Αντιπρόεδρος
- vice chancellor => αντιπρύτανης
- vice crime => ενέργεια συμμετοχής σε έγκλημα
- vice president => Αντιπρόεδρος
- vice president of the united states => Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών
- vice squad => τμήμα ηθών
- vice versa => αντίθετα
- viced => μέγγενη
- vicegerency => αντιβασιλεία
Definitions and Meaning of vice in English
vice (n)
moral weakness
a specific form of evildoing
vice (n.)
A defect; a fault; an error; a blemish; an imperfection; as, the vices of a political constitution; the vices of a horse.
A moral fault or failing; especially, immoral conduct or habit, as in the indulgence of degrading appetites; customary deviation in a single respect, or in general, from a right standard, implying a defect of natural character, or the result of training and habits; a harmful custom; immorality; depravity; wickedness; as, a life of vice; the vice of intemperance.
The buffoon of the old English moralities, or moral dramas, having the name sometimes of one vice, sometimes of another, or of itself; -- called also Iniquity.
A kind of instrument for holding work, as in filing. Same as Vise.
A tool for drawing lead into cames, or flat grooved rods, for casements.
A gripe or grasp.
vice (v. t.)
To hold or squeeze with a vice, or as if with a vice.
vice (prep.)
In the place of; in the stead; as, A. B. was appointed postmaster vice C. D. resigned.
Denoting one who in certain cases may assume the office or duties of a superior; designating an officer or an office that is second in rank or authority; as, vice president; vice agent; vice consul, etc.
FAQs About the word vice
αντιπρόεδρος
moral weakness, a specific form of evildoingA defect; a fault; an error; a blemish; an imperfection; as, the vices of a political constitution; the vices of a h
διαφθορά,κακός,κακία,Ανηθικότητα,ακολασία,Αμαρτία,αμαρτωλότητα,κακός,Κακία,διαφθορά
ηθική,δεξιά,αρετή,καλός,καλοσύνη,ειλικρίνεια,τιμή,ακεραιότητα,νομιμότητα,Ακεραιότητα
viccinium myrtillus => Μύρτιλλο, viccinium membranaceum => Βaccinium myrtillus, vicary => βικάριος, vicarship => εφημερία, vicariously => εμμέσως,