Greek Meaning of libertinage

Λιμπερτινισμός

Other Greek words related to Λιμπερτινισμός

Definitions and Meaning of libertinage in English

Webster

libertinage (n.)

Libertinism; license.

FAQs About the word libertinage

Λιμπερτινισμός

Libertinism; license.

διαφθορά,διαφθορά,αποικοδόμηση,ακολασία,ευτελείες,εξευτελισμός,παρακμή,παρακμή,εκφυλισμός,εκφυλισμός

καλοσύνη,ηθική,αρετή,δικαιοσύνη

liberties => ελευθερίες, liberticide => καταστροφέας της ελευθερίας, libertarianism => φιλελευθερισμός, libertarian => ελευθεριακός, liberian dollar => Δολάριο Λιβερίας,