Greek Meaning of liberatory

απελευθερωτικός

Other Greek words related to απελευθερωτικός

Definitions and Meaning of liberatory in English

Webster

liberatory (a.)

Tending, or serving, to liberate.

FAQs About the word liberatory

απελευθερωτικός

Tending, or serving, to liberate.

απελευθρώνω,δικαίωμα ψήφου,δωρεάν,χαλαρώνω,Απελευθέρωση,διάσωση,αποθήκευση,εκφόρτιση,απελευθερώνω,απογοητεύω

δέσιμο,περιορίζω,δεσμός,Αναχαιτίζω,δεσμεύω,κατακτώ,αλυσοδέσω,χειροπέδες,φυλακίζω,φυλακίζω

liberator => απελευθερωτής, liberation tigers of tamil eelam => Απελευθερωτικές Τίγρεις της Τάμιλ Ιλαμ, liberation theology => Θεολογία της απελευθέρωσης, liberation => απελευθέρωση, liberating => απελευθερωτικός,