Greek Meaning of sinfulness

αμαρτωλότητα

Other Greek words related to αμαρτωλότητα

Definitions and Meaning of sinfulness in English

Wordnet

sinfulness (n)

estrangement from god

FAQs About the word sinfulness

αμαρτωλότητα

estrangement from god

Ακρότητα,Κακία,κακία,Ευτέλεια,διαφθορά,Διαφθορά,φρικαλεότητα,Φρικαλεότητα,Ασχήμια,Φήμη

καλοσύνη,ηθική,δικαιοσύνη,αθωότητα,αγνότητα,Αρετή,αγνότητα

sinful => αμαρτωλός, sinewy => νευρώδης, sinew-shrunk => Ξηροστεγνός, sinewous => νευρώδης, sinewless => αναίσθητος,