Greek Meaning of devilishness
διαβολικότητα
Other Greek words related to διαβολικότητα
- δαιμονικότητα
- διαβολιά
- σκανταλιά
- σκανταλιά
- Τπαιζιδιάρικη
- κακία
- διαβολία
- δαιμονισμός
- εστία
- αταξία
- ερεθισμός
- ατιμία
- κακή διαγωγή
- σκανταλιά
- ατιμία
- απάτη
- πονηριά
- φάρσα
- φαιδρότητα
- κατεργαριά
- Ενόχληση
- αντίκα
- γελοιότητα
- κάππαρη
- δολιότητα
- Εκνευρισμός
- χαρά
- Σκανταλιές
- σκανταλιές
- παιχνίδι
- κακή συμπεριφορά
- Μαϊμουδέματα
- φάρσα
- Παιχνιδιάρικος
- αθλητικότητα
- ανοησία
- τέχνασμα
- δόλος
- διαβολικός
- Πονηριά
- γεγονότα
- άνω κάτω
- πιθηκισμοί
- Μαϊμουδίες
- άγριο παιχνίδι
- Δημιουργία προβλημάτων
Nearest Words of devilishness
Definitions and Meaning of devilishness in English
devilishness
resembling or befitting a devil, characteristic of or resembling the devil, extreme entry 1 sense 1, excessive, mischievous, roguish, extreme, evil, sinister
FAQs About the word devilishness
διαβολικότητα
resembling or befitting a devil, characteristic of or resembling the devil, extreme entry 1 sense 1, excessive, mischievous, roguish, extreme, evil, sinister
δαιμονικότητα,διαβολιά,σκανταλιά,σκανταλιά,Τπαιζιδιάρικη,κακία,διαβολία,δαιμονισμός,εστία,αταξία
βαρύτητα,βαρύτητα,σοβαρότητα,ιεροπρέπεια,επισημότητα
deviations => αποκλίσεις, deviates => παρεκκλίνει, deviants => παρεκκλίνοντες, deviances => αποκλίσεις, develops => Αναπτύσσει,