Greek Meaning of sportiveness
αθλητικότητα
Other Greek words related to αθλητικότητα
- σκανταλιά
- Τπαιζιδιάρικη
- αθλητικό πνεύμα
- δαιμονικότητα
- χαρά
- αταξία
- σκανταλιά
- φάρσα
- αλογιά
- πονηριά
- Νάζι
- διαβολία
- διαβολιά
- Ενέργεια
- Αμυαλιά
- χαρά
- χαρά
- εστία
- χιουμοριστικός
- ατιμία
- Ξενοιασιά
- ζωηρότητα
- Χαρά
- ατιμία
- πονηριά
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- πονηριά
- Ζωηρότητα
- φάρσα
- ιδιόρρυθμος
- διαβολικότητα
- διαβολικός
- πονηριά
- γατοσύνη
- Ξενοιασιά
- Ντομπροσύνη
- Ζωντάνια
Nearest Words of sportiveness
- sports announcer => αθλητικός σχολιαστής
- sports arena => Αθλητικό στάδιο
- sports car => σπορ αυτοκίνητο
- sports coat => αθλητικό σακάκι
- sports commentator => αθλητικός σχολιαστής
- sports desk => γραφείο αθλητικών ειδήσεων
- sports editor => Αθλητικός συντάκτης
- sports equipment => αθλητικός εξοπλισμός
- sports fan => οπαδός των σπορ
- sports implement => Αθλητικό εργαλείο
Definitions and Meaning of sportiveness in English
sportiveness (n)
lively high-spirited playfulness
FAQs About the word sportiveness
αθλητικότητα
lively high-spirited playfulness
σκανταλιά,Τπαιζιδιάρικη,αθλητικό πνεύμα,δαιμονικότητα,χαρά,αταξία,σκανταλιά,φάρσα,αλογιά,πονηριά
σοβαρότητα,σκοτεινότητα,σοβαρότητα,Νηφαλιότητα,ιεροπρέπεια,αυστηρότητα,σοβαρότητα,αυταρέσκεια,συγκράτηση,βουλωμένη μύτη
sportively => αθλητικά, sportive => αθλητικός, sportingly => αθλητικά, sporting man => αθλητής, sporting life => Η αθλητική ζωή,