Greek Meaning of hob
εστία
Other Greek words related to εστία
- δαιμονικότητα
- σκανταλιά
- Τπαιζιδιάρικη
- ατιμία
- διαβολία
- διαβολιά
- δαιμονισμός
- αταξία
- ερεθισμός
- ατιμία
- σκανταλιά
- κακή διαγωγή
- απάτη
- πονηριά
- τέχνασμα
- φάρσα
- φαιδρότητα
- κακία
- διαβολικότητα
- Πονηριά
- κατεργαριά
- Δημιουργία προβλημάτων
- Ενόχληση
- αντίκα
- γελοιότητα
- κάππαρη
- δολιότητα
- Διδώ
- Εκνευρισμός
- χαρά
- Σκανταλιές
- σκανταλιές
- παιχνίδι
- κακή συμπεριφορά
- Μαϊμουδέματα
- σκανταλιά
- φάρσα
- Παιχνιδιάρικος
- αθλητικότητα
- ανοησία
- δόλος
- διαβολικός
- γεγονότα
- άνω κάτω
- πιθηκισμοί
- Μαϊμουδίες
- άγριο παιχνίδι
Nearest Words of hob
Definitions and Meaning of hob in English
hob (n)
(folklore) a small grotesque supernatural creature that makes trouble for human beings
(folklore) fairies that are somewhat mischievous
a hard steel edge tool used to cut gears
a shelf beside an open fire where something can be kept warm
hob (v)
cut with a hob
hob (n.)
The hub of a wheel. See Hub.
The flat projection or iron shelf at the side of a fire grate, where things are put to be kept warm.
A threaded and fluted hardened steel cutter, resembling a tap, used in a lathe for forming the teeth of screw chasers, worm wheels, etc.
A fairy; a sprite; an elf.
A countryman; a rustic; a clown.
A peg, pin, or mark used as a target in some games, as an iron pin in quoits; also, a game in which such a target is used.
The male ferret.
FAQs About the word hob
εστία
(folklore) a small grotesque supernatural creature that makes trouble for human beings, (folklore) fairies that are somewhat mischievous, a hard steel edge tool
δαιμονικότητα,σκανταλιά,Τπαιζιδιάρικη,ατιμία,διαβολία,διαβολιά,δαιμονισμός,αταξία,ερεθισμός,ατιμία
βαρύτητα,βαρύτητα,σοβαρότητα,ιεροπρέπεια,επισημότητα
hoazin => Χόατσιν, hoaxing => φάρσα, hoaxer => απατεώνας, hoaxed => εξαπατημένος, hoax => φάρσα,