Greek Meaning of tricksiness

πονηριά

Other Greek words related to πονηριά

Definitions and Meaning of tricksiness in English

Webster

tricksiness (n.)

The quality or state of being tricksy; trickiness.

FAQs About the word tricksiness

πονηριά

The quality or state of being tricksy; trickiness.

σκανταλιά,Τπαιζιδιάρικη,φάρσα,αθλητικό πνεύμα,δαιμονικότητα,Ενέργεια,χαρά,αταξία,σκανταλιά,αθλητικότητα

σοβαρότητα,σκοτεινότητα,σοβαρότητα,Νηφαλιότητα,ιεροπρέπεια,αυστηρότητα,περιορισμός,σοβαρότητα,αυταρέσκεια,συγκράτηση

trickment => τέχνασμα, trickling => στάζοντας, trickled => στάζει, trickle => στάζει, trickish => πανέξυπνος,