Greek Meaning of trickily
πονηρά
Other Greek words related to πονηρά
- περίπλοκος
- δύσκολο
- προβληματικός
- προβληματικός
- ευαίσθητος
- σκληρός
- σύνθετος
- λεπτός
- ύποπτος
- τριχωτός
- σκληρός
- κουτουρού
- βρώμικο
- οδυνηρός
- σοβαρός
- κολλώδης
- ακανθώδης
- γαργαλιστικός
- ευαίσθητος
- πονηρός
- αφηρημένος
- Ασαφής
- βαρύς
- ελκυστικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- εξαντλητικός
- ενοχλητικός
- σύνθετο
- εμπλεκόμενος
- Βαρύ
- καταπιεστικός
- ακανθώδης
- απόκρυφος
- τραχύς
- ακανθώδης
- αγχωτικό
- πεισματάρης
- ενοχλητικός
- ταραγμένος
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικός
Nearest Words of trickily
Definitions and Meaning of trickily in English
trickily (r)
in an artful manner
FAQs About the word trickily
πονηρά
in an artful manner
περίπλοκος,δύσκολο,προβληματικός,προβληματικός,ευαίσθητος,σκληρός,σύνθετος,λεπτός,ύποπτος,τριχωτός
εύκολος,ανεπιτήδευτος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,απλός,απλός,απλός,ανεπιτήδευτο,απρόβλητος
trickery => δόλος, tricker => Μπαμπούλας, tricked-out => στολισμένος, tricked => Αυταπατώμενος, trick up => εξαπατώ,