Greek Meaning of tricked-out
στολισμένος
Other Greek words related to στολισμένος
Nearest Words of tricked-out
Definitions and Meaning of tricked-out in English
tricked-out (s)
decorated in a particular way
FAQs About the word tricked-out
στολισμένος
decorated in a particular way
καλυμμένος,στολισμένος,στημένος,παρατεταγμένοι,καπαρισμένος,επενδύσει,κατάλληλος,συγκαλυμμένο,αποκτηθεί,ενδεδυμένος
Γυμνός,αβυσσαλέος,Ωμός,γυμνός,γυμνός,γυμνός,au naturel,Γυμνός,ξεφλουδισμένο
tricked => Αυταπατώμενος, trick up => εξαπατώ, trick out => να διορθώσω, trick or treat => Γλυκό ή φάρσα, trick => τέχνασμα,