FAQs About the word tricked-out

στολισμένος

decorated in a particular way

καλυμμένος,στολισμένος,στημένος,παρατεταγμένοι,καπαρισμένος,επενδύσει,κατάλληλος,συγκαλυμμένο,αποκτηθεί,ενδεδυμένος

Γυμνός,αβυσσαλέος,Ωμός,γυμνός,γυμνός,γυμνός,au naturel,Γυμνός,ξεφλουδισμένο

tricked => Αυταπατώμενος, trick up => εξαπατώ, trick out => να διορθώσω, trick or treat => Γλυκό ή φάρσα, trick => τέχνασμα,