Greek Meaning of trickling

στάζοντας

Other Greek words related to στάζοντας

Definitions and Meaning of trickling in English

Webster

trickling (p. pr. & vb. n.)

of Trickle

FAQs About the word trickling

στάζοντας

of Trickle

ντρίμπλα,Ανεπαρκής,πενιχρός,αραιός,Ελάχιστος,σπάνιος,αραιός,ανεπαρκής,ανεπαρκής,ατελής

άφθονος,άφθονος,άφθονος,τρεχούμενο,σπάταλος,φιλελεύθερος,άφθονο,άφθονος,θορυβώδης,άφθονα

trickled => στάζει, trickle => στάζει, trickish => πανέξυπνος, tricking => εξαπάτηση, trickiness => πανουργία,