Greek Meaning of dribbling
ντρίμπλα
Other Greek words related to ντρίμπλα
Nearest Words of dribbling
Definitions and Meaning of dribbling in English
dribbling (n)
the propulsion of a ball by repeated taps or kicks
FAQs About the word dribbling
ντρίμπλα
the propulsion of a ball by repeated taps or kicks
έλλειψη,πενιχρός,αραιός,Ελάχιστος,αραιός,στάζοντας,ανεπαρκής,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής
άφθονος,άφθονος,άφθονος,τρεχούμενο,σπάταλος,φιλελεύθερος,άφθονος,θορυβώδης,άφθονα,άφθονος
dribblet => σταγονίδιο, dribbler => δριμπλαδόρος, dribbled => ντρίμπλαρε, dribble => ντρίμπλα, dribbing => ντρίπλα,