Greek Meaning of dribble
ντρίμπλα
Other Greek words related to ντρίμπλα
- bit
- ψίχουλο
- σταγόνα
- κηλίδα
- δημητριακά
- Μόριο
- μπουκιά
- σωματίδιο
- τσιρότο
- σκραπ
- τεμαχίζω
- απόσπασμα
- Κηλίδα
- Άτομο
- δάγκωμα
- νταμπ
- παύλα
- κουτσουλιά
- κλάσμα
- θραύσμα
- Κοκκία
- τελεία
- μπουκιά
- τάφρος
- μπουκιά
- σκλήθρα
- κομμάτι
- τσίμπημα
- μερίδα
- δισταγμός
- θραύσμα
- απόσπασμα
- σερί
- γεύση
- τίτλος
- αγγίζω
- ίχνος
- ψιθύρι
- άσσος
- τσιπ
- αποκόμματα
- σταγόνα
- νιφάδα
- μισό πένι
- Μισό πένι
- ιώτα
- Κένινγκ
- ελάχιστος
- Ακάρεο
- λίγο
- κέλυφος
- ουγγιά
- Ξύσιμο
- μέρος
- ενότητα
- θραύσμα
- ξύρισμα
- Ρίγος
- ανοησίες
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Αγκάθι
- κουκκίδα
- καταπόνηση
- υποψία
- tidbit
- μεζές
- whit
- άλογο
Nearest Words of dribble
Definitions and Meaning of dribble in English
dribble (n)
flowing in drops; the formation and falling of drops of liquid
saliva spilling from the mouth
the propulsion of a ball by repeated taps or kicks
dribble (v)
run or flow slowly, as in drops or in an unsteady stream
let or cause to fall in drops
propel
let saliva drivel from the mouth
dribble (v. i.)
To fall in drops or small drops, or in a quick succession of drops; as, water dribbles from the eaves.
To slaver, as a child or an idiot; to drivel.
To fall weakly and slowly.
In football and similar games, to dribble the ball.
To live or pass one's time in a trivial fashion.
dribble (v. t.)
To let fall in drops.
In various games, to propel (the ball) by successive slight hits or kicks so as to keep it always in control.
dribble (n.)
A drizzling shower; a falling or leaking in drops.
An act of dribbling a ball.
FAQs About the word dribble
ντρίμπλα
flowing in drops; the formation and falling of drops of liquid, saliva spilling from the mouth, the propulsion of a ball by repeated taps or kicks, run or flow
bit,ψίχουλο,σταγόνα,κηλίδα,δημητριακά,Μόριο,μπουκιά,σωματίδιο,τσιρότο,σκραπ
κουβάς,κομμάτι,φάτσα,φορτία,εξόγκωμα,μάζα,βουνό,σωρός,ποσότητα,πλάκα
dribbing => ντρίπλα, dribber => ποτιστικός, dribbed => έσταζε, drib => σταγόνα, dreynt => βυθισμένο,