Greek Meaning of haet

άλογο

Other Greek words related to άλογο

Definitions and Meaning of haet in English

haet

a small quantity

FAQs About the word haet

άλογο

a small quantity

άσσος,Άτομο,παύλα,ντρίμπλα,σταγόνα,κηλίδα,κλάσμα,δημητριακά,Κοκκία,μισό πένι

κομμάτι,φάτσα,κούκλος,εξόγκωμα,μάζα,βουνό,σωρός,Κατσαρόλα,ποσότητα,πλάκα

had to do with => έπρεπε να κάνει με, had one's eye on => είχε το μάτι του επάνω σε κάποιον, had on => φορούσε, had done with => είχε τελειώσει με, had at => είχε σε,