Greek Meaning of dab
νταμπ
Other Greek words related to νταμπ
- αφθονία
- βαρέλι
- Καράβι γεμάτο
- κουβάς
- δέσμη
- μπουσέλ
- συμφωνία
- περίσσεια
- μια χούφτα
- ορδές
- σωροί
- δεσίματα
- φορτία
- πολύ
- μάζα
- ακαταστασία
- βουνό
- άπειρα
- Πλήθος
- ράμφισμα
- σωρός
- πολύ
- αφθονία
- ποσότητα
- Σχεδία
- σωροί
- Στοίβα
- τόμος
- βαμβάκι
- πλούτος
- φύλλα
- Μπόναντζα
- κομμάτι
- Ντροπή
- εξόγκωμα
- πολύς
- υπεραφθονία
- υπερχείλιση
- υπερβολικό
- υπερβολικά
- υπερπροσφορά
- Κατσαρολάκι
- πλάκα
- Αφθονία
- περιττότητα
- περίσσεια
- πλεόνασμα
- πάρα πολλοί
- κούκλος
Nearest Words of dab
Definitions and Meaning of dab in English
dab (n)
a light touch or stroke
a small quantity of something moist or liquid
dab (v)
apply (usually a liquid) to a surface
hit lightly
dab (n.)
A skillful hand; a dabster; an expert.
A name given to several species of flounders, esp. to the European species, Pleuronectes limanda. The American rough dab is Hippoglossoides platessoides.
A gentle blow with the hand or some soft substance; a sudden blow or hit; a peck.
A small mass of anything soft or moist.
dab (v. i.)
To strike or touch gently, as with a soft or moist substance; to tap; hence, to besmear with a dabber.
To strike by a thrust; to hit with a sudden blow or thrust.
FAQs About the word dab
νταμπ
a light touch or stroke, a small quantity of something moist or liquid, apply (usually a liquid) to a surface, hit lightlyA skillful hand; a dabster; an expert.
τσίμπημα,γροθιά,σκάβω,τσιμπάω,σπρώχνω,μαχαιριά,μαρμελάδα,εκδοχή,σπρώξιμο,ώθηση
αφθονία,βαρέλι,Καράβι γεμάτο,κουβάς,δέσμη,μπουσέλ,συμφωνία,περίσσεια,μια χούφτα,ορδές
da vinci => ντα Βίντσι, da gamma => Ντα Γκάμα, da => του, d.p.r.k. => Βόρεια Κορέα, d.o.a. => νεκρός κατά την άφιξή του,