Greek Meaning of dabbling
μερική συμμετοχή
Other Greek words related to μερική συμμετοχή
- αστείος
- απολαυστικό
- παραπλανητικό
- ευχάριστος
- Διασκεδαστικό
- φρίβολος
- διασκέδαση
- αστειευόμενος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- πονηρός
- ασήμαντος
- ντροπαλός
- διαβολικός
- Ενεργητικός
- σκανδαλίζω
- σκανταλιάρης
- αστείος, ειρωνικός
- απατεώνας
- ανέμελος
- ζωηρός
- χαρούμενος
- σκανταλιάρης
- ξωτικό
- Ξωτικό
- παιχνιδιάρικο
- ευχάριστος
- σκανταλιάρης
- ατίθασος
- ζωηρός
- Ζωηρός
- ζωηρός
- πειράγματα
- Ζωντανός
- Καприτσιόζος
- αντίκα
- ξωτικό
- ζωηρός
- παιχνιδιάρικο
- ομοφυλόφιλος
- χαρούμενος
- αστείο
- αστείος
- χαρούμενος
- γατίσιο
- ατίθαση
- αθλητικός
- χαρούμενος
Nearest Words of dabbling
Definitions and Meaning of dabbling in English
dabbling (p. pr. & vb. n.)
of Dabble
FAQs About the word dabbling
μερική συμμετοχή
of Dabble
αστείος,απολαυστικό,παραπλανητικό,ευχάριστος,Διασκεδαστικό,φρίβολος,διασκέδαση,αστειευόμενος,ευχάριστος,ευχάριστος
υπάκουος,σοβαρός,υπεύθυνος,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,τάφος,ζοφερός,ανασταλμένος,κατάλληλος
dabbler => ερασιτέχνης, dabbled => ασχολήθηκε, dabble => Βουτιές, dabbing => Ντάμπινγκ, dabber => Dabber,