Greek Meaning of dabbling

μερική συμμετοχή

Other Greek words related to μερική συμμετοχή

Definitions and Meaning of dabbling in English

Webster

dabbling (p. pr. & vb. n.)

of Dabble

FAQs About the word dabbling

μερική συμμετοχή

of Dabble

αστείος,απολαυστικό,παραπλανητικό,ευχάριστος,Διασκεδαστικό,φρίβολος,διασκέδαση,αστειευόμενος,ευχάριστος,ευχάριστος

υπάκουος,σοβαρός,υπεύθυνος,σοβαρός,νηφάλιος,επίσημος,τάφος,ζοφερός,ανασταλμένος,κατάλληλος

dabbler => ερασιτέχνης, dabbled => ασχολήθηκε, dabble => Βουτιές, dabbing => Ντάμπινγκ, dabber => Dabber,