Greek Meaning of whimsical
Καприτσιόζος
Other Greek words related to Καприτσιόζος
- προσγειωμένος
- γήινος
- ισόρροπος
- λογικός
- Γεγονός
- Πρακτικός
- πραγματιστής
- λογικός
- λογικός
- ε разумный
- ήχος
- λογικός
- σταθερά
- γρήγορος
- σταθερός
- προσγειωμένος-η
- πεισματάρης
- άκαμπτος
- αμετάβλητος
- ψύχραιμος
- πρακτικός
- λογικός
- νηφάλιος
- σταθερός
- Σκληραγωγημένος
- αμετάβλητο
- άκαμπτος
- αμετάβλητος
- αδιάλλακτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- αμετάβλητος
- καθιερωμένος
- αυστηρός και γρήγορος
- σκληρόβραστος
- πρακτικός
- σετ
- εγκαταστημένος
- σοβαροφανής
- σταθερός
- σταθερός
- αμετάβλητος
- αμετάβλητος
Nearest Words of whimsical
Definitions and Meaning of whimsical in English
whimsical (s)
determined by chance or impulse or whim rather than by necessity or reason
whimsical (a.)
Full of, or characterized by, whims; actuated by a whim; having peculiar notions; queer; strange; freakish.
Odd or fantastic in appearance; quaintly devised; fantastic.
FAQs About the word whimsical
Καприτσιόζος
determined by chance or impulse or whim rather than by necessity or reasonFull of, or characterized by, whims; actuated by a whim; having peculiar notions; quee
εκκεντρικός,παρορμητικός,ασταθής,Καπριτσιόζος,τρομακτικός,καприτσιόζος,εκκεντρικός,Ρομαντικός,εκούσιος,Αρκετός
προσγειωμένος,γήινος,ισόρροπος,λογικός,Γεγονός,Πρακτικός,πραγματιστής,λογικός,λογικός,ε разумный
whimseys => ιδιοτροπίες, whimsey => ιδιοτροπία, whimple => whimple, whimpering => γκρίνια, whimperer => γκρινιάρης,