Greek Meaning of moody
καприτσιόζος
Other Greek words related to καприτσιόζος
- μεταβλητός
- παρορμητικός
- ευερέθιστος
- _ιδιότροπος_
- ασταθής
- ασταθής
- Καπριτσιόζος
- τρομακτικός
- υδραργυρικός
- σουμπρός
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- μεταβλητή
- Καприτσιόζος
- μεταβλητός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- ευέξαπτος
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ασταθής
- ευέξαπτος
- μεταβλητός
- δύστροπος
- πείσμων
- μουτρωμένος
- ευέξαπτος
- απότομος
- σαρκαστικός
- ευερέθιστος
- ασταθής
- σφηκοειδής
Nearest Words of moody
Definitions and Meaning of moody in English
moody (n)
United States tennis player who dominated women's tennis in the 1920s and 1930s (1905-1998)
United States evangelist (1837-1899)
moody (s)
showing a brooding ill humor
subject to sharply varying moods
moody (superl.)
Subject to varying moods, especially to states of mind which are unamiable or depressed.
Hence: Out of humor; peevish; angry; fretful; also, abstracted and pensive; sad; gloomy; melancholy.
FAQs About the word moody
καприτσιόζος
United States tennis player who dominated women's tennis in the 1920s and 1930s (1905-1998), United States evangelist (1837-1899), showing a brooding ill humor,
μεταβλητός,παρορμητικός,ευερέθιστος,_ιδιότροπος_,ασταθής,ασταθής,Καπριτσιόζος,τρομακτικός,υδραργυρικός,σουμπρός
ακόμα,άκαμπτος,σταθερά,ισόρροπος,αμετάβλητος,σταθερός,σταθερός,αμετάβλητο,αμετάβλητος,αμετάβλητος
moodishly => καπριτσιόζικα, moodish => Ευμετάβολος, moodir => ευμετάβλητος, moodiness => Κατάθλιψη, moodily => μελαγχολικά,