Greek Meaning of mood
διάθεση
Other Greek words related to διάθεση
- λειτουργία
- πνεύμα
- στάση
- ζητωκραυγές
- συναίσθημα
- Πνευματική διάθεση
- χιούμορ
- ταμπεραμέντο
- γωνία
- πίστη
- Χαρακτήρας
- πεποίθηση
- διάθεση
- συναίσθημα
- έκφραση
- Φτερό
- καρδιά
- ταυτότητα
- ατομικότητα
- κρίση
- κρίση
- μακιγιάζ
- μυαλό
- νοοτροπία
- γνώμη
- προοπτική
- πάθος
- προσωπικότητα
- προοπτική
- ανταπόκριση
- Ευαισθησία
- ευαισθησία
- συναίσθημα
- κλίση
- σκοπιά
- καταπόνηση
- ιδιοσυγκρασία
- τόνος
- φλέβα
- Σκοπιά
Nearest Words of mood
Definitions and Meaning of mood in English
mood (n)
a characteristic (habitual or relatively temporary) state of feeling
the prevailing psychological state
verb inflections that express how the action or state is conceived by the speaker
mood (n.)
Manner; style; mode; logical form; musical style; manner of action or being. See Mode which is the preferable form).
Manner of conceiving and expressing action or being, as positive, possible, hypothetical, etc., without regard to other accidents, such as time, person, number, etc.; as, the indicative mood; the infinitive mood; the subjunctive mood. Same as Mode.
Temper of mind; temporary state of the mind in regard to passion or feeling; humor; as, a melancholy mood; a suppliant mood.
FAQs About the word mood
διάθεση
a characteristic (habitual or relatively temporary) state of feeling, the prevailing psychological state, verb inflections that express how the action or state
λειτουργία,πνεύμα,στάση,ζητωκραυγές,συναίσθημα,Πνευματική διάθεση,χιούμορ,ταμπεραμέντο,γωνία,πίστη
ευχαρίστηση,ευχαρίστηση,υπομονή,ηρεμία,ανεκτικότητα
moo-cow => Μουυυ αρσενική αγελάδα, moocher => τσιμπούρι, mooch => τζαμπατζής, moo goo gai pan => Mogo guai pou, moo => μμμ,