FAQs About the word moocher

τσιμπούρι

someone who mooches or cadges (tries to get something free)

τζάμπα μάγκας,παράσιτο,εξαρτημένος,λαθρεπιβάτης,παράσιτο,δεξί χέρι,βδέλλα,σφουγγάρι,σφουγγάρι,Βαμπίρ

ευεργέτης,οπαδός,φιλάνθρωπος

mooch => τζαμπατζής, moo goo gai pan => Mogo guai pou, moo => μμμ, monureid => Μονουρείδα, monumentally => μνημειακά,