FAQs About the word cheapskate

τσιγκούνης

a miserly person

κούκλοι,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,φλώρος,τσιγκούνης,τσιγκούνης,αγροίκος,σωρευτής

σπάταλος,δαπανηρός,Σπάταλος,Σπαταλάκος,σπαταλητής,άσωτος,Σπατάλη

cheapness => φτηνότητα *f̱tinótita, cheaply => φθηνά, cheap-john => φθηνός, cheap-jack => πλανόδιος πωλητής, cheapjack => φτηνιάρικο,