FAQs About the word skinflint

τσιγκούνης

a selfish person who is unwilling to give or spendA penurious person; a miser; a niggard.

κούκλοι,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,φλώρος,τσιγκούνης,αγροίκος,σωρευτής

σπάταλος,δαπανηρός,Σπάταλος,Σπαταλάκος,σπαταλητής,άσωτος,Σπατάλη

skin-diver => Υποβρύχιος δύτης, skin-dive => κολύμβηση με αναπνευστήρα, skin-deep => Επιδερμικός, skinching => (entry not found), skinched => σφιγμένο,