FAQs About the word skinless

χωρίς δέρμα

having no skinHaving no skin, or a very thin skin; as, skinless fruit.

εξωτερικός,επιφάνεια,πρόσοψη,Πρόσωπο,μπροστά,έξω,όστρακο,κορυφαίο,καπλαμάς,εμφάνιση

εσωτερικός,μέσα

skinking => τσιγκούνης, skinker => σκίγκος, skinked => στραμπούληξε, skink => Σκίγκος, skinheads => skinheads,