Greek Meaning of skinner
εκδορέας
Other Greek words related to εκδορέας
- εξαπάτηση
- απατεώνας
- Καρχαρίας
- πιο κοφτερός
- εξερευνητής
- απατεώνας
- απατεώνας
- απατεώνας
- απατεώνας
- φτωχός
- αλεπού
- απατεώνας
- ψεύτικη
- κουδούνι
- απατεώνας
- μαρκαδόρος
- Διαπεραστικός
- απατεώνας
- Μπαμπούλας
- απατεώνας
- απατεών
- απατώ
- απεργοσπάστης
- Μπλόφας
- κλεφτοκοτάς
- τσαρλατάνος
- απατεώνας
- Δίπλωπος
- προδότης
- ψεύτικος
- πλαστογράφος
- Απατεώνας
- αχρείος
- Τσαρλατάνος
- ψεύτικος
- πλότερ
- Φαρσέρ
- προσποιητής
- τσαρλατάνος
- τσαρλατάνος
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- μηχανορράφος
- απάτη
- ολισθηρός
- αδιάβροχο
- σμούθι
- κλέβω
- αθλητικό παπούτσι
- απατεώνας
- απατεώνας
- Αρβυλόγιαννος
- παίκτης
- απατεώνας
- τσαρλατάνος
Nearest Words of skinner
Definitions and Meaning of skinner in English
skinner (n)
United States actor (1858-1942)
United States actress noted for her one-woman shows (1901-1979)
United States psychologist and a leading proponent of behaviorism (1904-1990)
a person who prepares or deals in animal skins
a worker who drives mules
skinner (n.)
One who skins.
One who deals in skins, pelts, or hides.
FAQs About the word skinner
εκδορέας
United States actor (1858-1942), United States actress noted for her one-woman shows (1901-1979), United States psychologist and a leading proponent of behavior
εξαπάτηση,απατεώνας,Καρχαρίας,πιο κοφτερός,εξερευνητής,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας,φτωχός
No antonyms found.
skinned => γδαρμένος, skinless => χωρίς δέρμα, skinking => τσιγκούνης, skinker => σκίγκος, skinked => στραμπούληξε,