Greek Meaning of rogue
απατεώνας
Other Greek words related to απατεώνας
- στρεβλός
- Παραπλανητικός
- ανέντιμος
- δόλιος
- σκιερός
- λυγισμένος
- δόλιος
- γρήγορος
- κοφτερός
- Ύπουλος
- ύπουλος
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- Αδίστακτος
- ΨΕΥΔΕΣ
- επινοητικός
- δελεαστικός
- προσεκτικός
- δειλός
- πονηρός
- πονηρός
- Δολερός
- παραπλανητικός
- Παραπλανητικός
- Ψευδής
- παραπλανητικός
- ύπουλος
- Διπλωματία
- πονηρός
- κρυφός
- Δολερός
- ύπουλος
- perfidious
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- πανούργος
- κλεφτό
- ύπουλος
- λεπτός
- πανέξυπνος
- δύσκολος
- ανήθικος
- ανήθικος
- Ασυνείδητος
- πονηρός
Nearest Words of rogue
- roget => Ρότζετ
- rogers => Ρότζερς
- roger williams => Ρότζερ Ουίλιαμς
- roger taney => Ρότζερ Μπρουκ Τάνευι
- roger sessions => Ρότζερ Σέσιονς
- roger huntington sessions => Ρότζερ Χάντιγκτον Σέσιονς
- roger fry => Ρότζερ Φράι
- roger eliot fry => Ρότζερ Έλιοτ Φράι
- roger de mortimer => Ρότζερ Μόρτιμερ
- roger brooke taney => Ρότζερ Μπρουκ Τάνεϊ
Definitions and Meaning of rogue in English
rogue (n)
a deceitful and unreliable scoundrel
rogue (n.)
A vagrant; an idle, sturdy beggar; a vagabond; a tramp.
A deliberately dishonest person; a knave; a cheat.
One who is pleasantly mischievous or frolicsome; hence, often used as a term of endearment.
An elephant that has separated from a herd and roams about alone, in which state it is very savage.
A worthless plant occuring among seedlings of some choice variety.
rogue (v. i.)
To wander; to play the vagabond; to play knavish tricks.
rogue (v. t.)
To give the name or designation of rogue to; to decry.
To destroy (plants that do not come up to a required standard).
FAQs About the word rogue
απατεώνας
a deceitful and unreliable scoundrelA vagrant; an idle, sturdy beggar; a vagabond; a tramp., A deliberately dishonest person; a knave; a cheat., One who is plea
στρεβλός,Παραπλανητικός,ανέντιμος,δόλιος,σκιερός,λυγισμένος,δόλιος,γρήγορος,κοφτερός,Ύπουλος
αξιοπρεπής,ηθικός,ειλικρινής,έντιμος,ίσιος,καθαρά,συνειδητός,μόνο,συνειδητός,κατακόρυφος
roget => Ρότζετ, rogers => Ρότζερς, roger williams => Ρότζερ Ουίλιαμς, roger taney => Ρότζερ Μπρουκ Τάνευι, roger sessions => Ρότζερ Σέσιονς,