Greek Meaning of crooked
στρεβλός
Other Greek words related to στρεβλός
- καμπύλος
- καμπυλώνω
- ερπετοειδής
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- περιέλιξη
- κάμψη
- τρελός
- σγουρός
- curling
- καμπύλος
- ύπουλος
- οδοντωτό
- ελικοειδής
- ελικοειδής
- Ανεμώδης
- κυκλοφορία
- ελικοειδής
- περιελισσόμενος
- περιτύλιγμα
- τιρμπουσόν
- έμμεσος
- ακανόνιστος
- βρόχος
- περιπλάνηση
- κυκλικός κόμβος
- σπείρα
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- στροβιλιζόμενο
- ανομοιόμορφος
- πλανόδιος
- Ζιγκ-ζαγκ
- ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of crooked
- crookedly => στραβά
- crookedness => καμπυλότητα
- crooked-stemmed aster => Αστερία στραβά ξύλου
- crookes => σωλήνας Κρουκς
- crookes radiometer => Ραδιόμετρο Κρουκς
- crookes space => Χώρος του Κρουκς
- crookes tube => Σωλήνας Crookes
- crookneck => Αυγολεμονάτα
- crookneck squash => Αγκινάρα (Κουκουνάρα)
- croon => τραγουδάω αισθαντικά.
Definitions and Meaning of crooked in English
crooked (a)
having or marked by bends or angles; not straight or aligned
not straight; dishonest or immoral or evasive
crooked (s)
irregular in shape or outline
having the back and shoulders rounded; not erect
FAQs About the word crooked
στρεβλός
having or marked by bends or angles; not straight or aligned, not straight; dishonest or immoral or evasive, irregular in shape or outline, having the back and
καμπύλος,καμπυλώνω,ερπετοειδής,Στριμμένο,Στρέβλωση,περιέλιξη,κάμψη,τρελός,σγουρός,curling
ίσιος,άμεσο,γραμμικός,αμέσως
crookbacked => κυφός, crookback => Κυφός, crook => απατεώνας, croo monkey => κροοπίθηκος, cronyn => Κρόνον,