Greek Meaning of crook
απατεώνας
Other Greek words related to απατεώνας
- εγκληματίας
- παραβάτης
- ένοχος
- εναγόμενος
- παραβάτης
- κακούργος
- Συνεργός
- κατάδικος
- Απελπισμένος
- γκάνγκστερ
- γκάνγκστερ
- αλήτης
- Χούλιγκαν
- κρατούμενος
- κακούργος
- παραβάτης
- γκάνγκστερ
- παράνομος
- εγκληματίας
- δράστης
- διευθυντής
- εκβιαστής
- υποτροπιαστής
- αμαρτωλός
- ύποπτος
- κακούργος
- παραβάτης
- παραβάτης
- κακός
- κακοποιός
Nearest Words of crook
Definitions and Meaning of crook in English
crook (n)
someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
a circular segment of a curve
a long staff with one end being hook shaped
crook (v)
bend or cause to bend
FAQs About the word crook
απατεώνας
someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime, a circular segment of a curve, a long staff with one end being hook shaped, bend or
εγκληματίας,παραβάτης,ένοχος,εναγόμενος,παραβάτης,κακούργος,Συνεργός,κατάδικος,Απελπισμένος,γκάνγκστερ
Φύλακας του νόμου,Gangbuster
croo monkey => κροοπίθηκος, cronyn => Κρόνον, cronyism => Φατριασμός, crony => φίλος, cronus => Κρόνος,