Greek Meaning of desperado
Απελπισμένος
Other Greek words related to Απελπισμένος
- ληστής
- Θηρίο
- Τέρας
- παραβάτης
- κακός
- κακός
- Μπράβο
- βάρβαρος
- απατεώνας
- διάβολος
- κακούργος
- κακούργος
- βαρύς
- κυνηγόσκυλο
- αχρείος
- παραβάτης
- κακούργος
- άχρηστος
- παράνομος
- δράστης
- Τσαμπουκάς
- άσωτος
- απατεώνας
- άγριος
- Σκαλέγουακας
- κακομοίρης
- παλιόπαιδο
- άσωτος
- αμαρτωλός
- Φίδι
- κακούργος
- δυστυχής
- κακός
- εγκληματίας
- δολοφόνος
- CAD
- απάτη
- κατάδικος
- ένοχος
- αδίστακτος
- δαίμονας
- γκάνγκστερ
- μπάχαλος
- ένοπλος
- φτέρνα
- αλήτης
- Χούλιγκαν
- κρατούμενος
- απατεώνας
- κακούργος
- κακός άνθρωπος
- μοχθηρός
- εκβιαστής
- τραχύς
- θορυβώδης
- τραμπούκος
- φίδι
- βρωμύλος
- κακούργος
- σκληρός
- παραβάτης
- παραβάτης
- Κακός
- Οχιά
- κακοποιός
Nearest Words of desperado
- desperadoes => desperados
- desperate => απελπισμένος
- desperate criminal => Απελπισμένος εγκληματίας
- desperate measure => απελπισμένη μέθοδος
- desperate straits => Στενή κατάσταση
- desperately => απελπισμένα
- desperateness => απελπισία
- desperation => απελπισία
- despicability => αποτρόπαιο
- despicable => άτιμος
Definitions and Meaning of desperado in English
desperado (n)
a bold outlaw (especially on the American frontier)
desperado (n.)
A reckless, furious man; a person urged by furious passions, and regardless of consequence; a wild ruffian.
FAQs About the word desperado
Απελπισμένος
a bold outlaw (especially on the American frontier)A reckless, furious man; a person urged by furious passions, and regardless of consequence; a wild ruffian.
ληστής,Θηρίο,Τέρας,παραβάτης,κακός,κακός,Μπράβο,βάρβαρος,απατεώνας,διάβολος
ήρωας,αθώος,άγγελος,Άγιος
despend => ξοδεύω, despeed => επιβράδυνση, despection => περιφρόνηση, despect => περιφρόνηση, despecificate => προσδιορίζειν,